Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Ή Φάρμα Των Ζώων




Ήτανε μια κοκομπάγια,
που την πήραν κάτι σκάγια.
Ξώφαλτσα μονάχα όμως,
της πληγώθηκε ο ώμος.

Πήρε τρομερή λαχταρα,
κόντεψε να φάει παπάρα.
Και της ηρθε με τη μία, 
νέα κοσμοθεωρία.

Σκέφτηκε να ξεκινήσει,
την ζωη να εκτιμήσει.
Βρήκε κι απο που ν' αρχίσει:
το στομάχι να γεμίσει.



Διοργάνωσε ένα γεύμα,
μ ένα της φτερούγας νεύμα.
κι ήρθαν ζώα πεινασμένα,
μα και προβληματισμένα.

Για να υπάρχει ποικιλία,
έδωσε μιαν αγγελία:
Έπρεπε ο καθείς να φέρει,
κατιτίς απ το πανέρι.

Πρώτη έφτασε η γάτα,
κουβαλώντας μιά ντομάτα.
Κάθισε σε μιά καρέκλα,
και την είχε πιάσει ρέκλα.
- "Κοίτα τί ωραία μέρα! Σύ τι κάθεσαι 'δω πέρα΄"
- "Δε μπορώ. Σκυλοβαριέμαι, μέχρι κι όταν κατουριέμαι. 
Όλη μέρα νιάου νιάου, μόνο για ξεκατινιάου".
- "Κείθε απάν στο κεραμίδι, έπρεπε να είσαι ήδη. 
Να μαθαίνεις ξένες γλώσσες, να συνομιλείς με κλώσσες".

Ήρθε κι ένα μπλέ βατράχι,
μ ένα λάχανο στη ράχη.
- "Μα τί χρώμα είναι τούτο; Μήπως έπαθες σκορβούτο;"
 -  "Τρώω λάχανο και πράσο, κι έτσι δε μπορώ να κλάσω.
Γιατι έχω μυωπία, και στις μύγες αστοχία'.
- "Θα σου βλάψει το στομάχι, του μυαλού σου το συνάχι. 
Με γυαλιά δε μοιάζεις φλώρος, διακρίνεται ο χώρος.
Γι αυτό τώρα σοβαρέψου, κι άν δε θες να κλάσεις, ρέψου."

Έφτασε κι ο παπαγάλος,
μα τον έφερ' ένας άλλος.
Για φαί φέρανε σπόρια, 
πού χαν μές τα πανωφόρια.
 - "Τί 'ναι τούτος, λόγιστής;"
- "Όχι, υπολογιστής. Δε μπορώ να καταλάβω,
τί να δώσω τί να λάβω."
- "Μάθε να τα λές απ έξω, σα να λές τώρα θα παίξω.
Επανάληψη με γλώσσα, και άς έχεις μύρια όσα". 

Ύστερα ήρθε μια κότα,
κουβαλώντας μια μπομπότα.
Περπατούσε σα χεσμένη,
κι ήταν αγανακτισμένη.
- "Τι στολίδια είν' αυτά; Είσαι σα την Καλουτά".
- "Βάφομαι περιποιούμαι, κι απ τον κόκκορα αγνοούμαι.
Άχ, τι παίδαρος πασά μου, μα έγω κάθομαι στ αυγά μου.
Όλη μέρα τα κλωσάω, και το ίματζ μου χαλάω"
- "Άρχισε να το φωνάζεις, όταν ένα αυγό θα βγάζεις.
Θα 'ρχονται να τα μαζέψουν, τις φωνές σου δε θ' αντέξουν. 
Και θα έχεις πλέον χρόνο, όρμα του και δώσε πόνο".

Μετά ήρθε μια γελάδα,
κι έφερε μακαρονάδα.
Είχε βλέμμα ζαλισμένο,
κι ήταν άντερο στριμμένο.
- "Μη μου πείς κι εσύ για βλέψεις,
το κοκκόρι να βατέψεις!"
- "Οχι προς θεού, τι λέτ! Που να μου κοπεί το lait. 
Ένας ταύρος στο λιβάδι, που'ν για όλο το κοπάδι. 
Μα δεν είναι αδικία, μόνο κάθε χρόνια τρία;
Είμαστε βλέπεις πολλές, κι όλες ίδιες. Αδελφές!"
- " Άμα θές να σε προσέξει, και για σένα να 'χει έξη, 
μούγκριζε να ξεχωρίσεις, τη μορφή σου να ορίσεις".

Για να μην πολυλογούμε,
και στο τέλος κουραστούμε,
ήρθανε όλα τα ζώα,
με προβλήματα αθρόα.

Του προβλήματος η φύσις, 
δεν σ αφήνει να ηρεμήσεις.
Μα αν το φιλοσοφήσεις,
όπερ έρχεται η λύσις.

Κι ένα γεγονός μοιραίο,
με συμπέρασμα ωραίο:

Πως δεν πήρανε τα σκάγια,
μοναχά την κοκομπάγια.




Υ.Γ:

Πρέπει να σας πώ κοφτά, 
το τί έγινε μετά.
Ήρθ' ο κύριος Αποστόλης,
αρχηγός της φάρμας όλης.
Και κρατούσε την αυτή του,
που 'φτανε μέχρι τ αφτί του.
Μπαίνω εγώ χωρίς να δώ,
κατα λάθος την πατώ.
Μπαίνει η Κυρία Ντόρα,
με μια πεινασμένη φόρα.
Και την τρώει πατημένη,
ούσα πλέον χορτασμένη.
Ήρθε κι ο κύριος Πέτρος,
με μία αυτή αμέτρως.
Μα το γλέντι είχε τελειώσει,
δεν υπήρχε ανάγκη τόση. 
Υστερόγραφο σας δίνω, για να σας διευκολύνω.






όποιος δεν κατάλαβε το υστερόγραφο, ας πατήσει εδώ:


Δεν υπάρχουν σχόλια :