Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ένα Βράδυ Που 'Βρεχε



Εννιά η ώρα. Άνοιξα διστακτικά το ένα μάτι και περιεργάστηκα το χώρο. Το άλλο ζήλεψε και άνοιξε κι εκείνο, και μαζί κοίταξαν γύρω γύρω προσπαθώντας να βοηθήσουν τον αγουροξυπνημένο εγκέφαλο να θυμηθεί πού βρίσκεται το σώμα, και γιατί ξύπνησε σ αυτό το άγνωστο και σκοτεινό δωμάτιο. Καθώς άρχισα να επικοινωνώ με τον αφαλό μου, ένοιωσα μια ακατάσχετη φαγούρα στα χέρια και τα πόδια, και σκέφτηκα πως σήμερα ήμουν τυχερός. Χθες την ώρα που κοιμόμουν με είχαν τσιμπήσει σαράντα χιλιάδες κουνούπια, αλλά σήμερα μόνο είκοσι. Στο λιγοστό φως που ερχόταν απ’ έξω μπόρεσα να διακρίνω μερικές χαρτόκουτες στοιβαγμένες από δω κι από κει, με τα ανοιχτά τους καπάκια να χάσκουν περιμένοντας κάποιος να τις αδειάσει. Αλλά μάταια. Ένας μήνας είναι που μένω σ αυτό το διαμέρισμα και ακόμα δεν αξιώθηκα να τακτοποιήσω τα πράγματα μου, να τα βάλω σε… ένας μήνας; Φτού, πρέπει να δώσω το νοίκι. 

Η φανταστική σφαλιάρα από χαρτονομίσματα με ξύπνησε απότομα, και σχεδόν μηχανικά πετάχτηκα από το κρεβάτι για να ντυθώ. Μετά από λίγη ώρα κατέβαινα τα σκαλιά της πολυκατοικίας για το διαμέρισμα του ισογείου όπου έμενε η κυρά-Νόπη, η σπιτονοικοκύρισα. Δεν πρόλαβα να χτυπήσω καλά καλά την πόρτα, και λες και είχε φωτοκύτταρο, μισάνοιξε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο.Μία σαφρακιασμένη γέρικη μύτη πρόβαλε από το άνοιγμα.

-«Τι θέλεις;» Ρώτησε η μύτη
-«Ήρθα για το ενοίκιο» απάντησα εγώ, σαστισμένος που απευθυνόμουν σ ένα αισθητήριο όργανο.

Η μύτη δεν πρέπει να κατάλαβε αμέσως ποιός ήμουν, γιατί ρουθούνισε λίγο ερευνητικά, σκεπτόμενη τι έπρεπε να κάνει μετά από αυτή την ευχάριστη για το πορτοφόλι της δήλωση. Τελικά εμφανίστηκαν και δύο δάχτυλα που γράπωσαν την πόρτα και την άνοιξαν σχεδόν μέχρι τη μέση. Το απλανές βλέμμα και το χτένισμα πυρκαγιά της κυρά-Νόπης δεν μου άφησαν πολλά περιθώρια να ψυχολογήσω την διάθεσή της. Το χέρι της που τεντώθηκε σαν ελατήριο δεν μου άφησε πολλά περιθώρια να την παρακαλέσω να δώσει μια μικρή παράταση στην λύσσα της για χρήμα, όπως είχα αρχικά σχεδιάσει. Και το υπόλοιπο που έμεινε στην τσέπη μου δεν μου άφηνε περιθώριο για μεγάλα σχέδια για το υπόλοιπο της μέρας. Πριν προλάβω να της ζητήσω την απόδειξη και δείχνοντας ασυνήθιστη ενεργητικότητα, μου βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα. Δεν είχα όρεξη να χαλάσω τη διάθεσή μου, είχε και ωραία μέρα για βόλτα, και αποφάσισα να αναβάλλω την εκδίκησή μου για τον επόμενο μήνα.

 Γύρισα για να φύγω, αλλά καθώς κατευθυνόμουν προς την εξώπορτα, είδα τον ηλικιωμένο καθηγητή που έμενε με την απολιθωμένη γυναίκα του στο διαμέρισμα ακριβώς πάνω από το δικό μου να μπαίνει στην είσοδο. Αναστέναξα βαθιά στην σκέψη της ακατάπαυστης φλυαρίας του κάθε φορά που με έβλεπε, και το συνήθειό του να πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο κάθε 6 δευτερόλεπτα, που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν θεόκουφος έδινε στις περιστασιακές μας συναντήσεις στο διάδρομο έναν τόνο πολύ σουρεάλ. Για να μην αναφέρω τον τρόπο που με κοιτούσε με τις γουρλοματάρες του. Έσκυψα το κεφάλι και περπατούσα κολλητά στον τοίχο, ελπίζοντας να έχει αυξηθεί η στραβομάρα του και να την γλιτώσω. Η τύχη φαινόταν να μου χαμογελάει καθώς τον προσπέρασα και αυτός δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Μα, καθώς έκανα να ανοίξω την πόρτα και ενώ είχα πειστεί ότι κατάφερα να του ξεφύγω, η αργή μηχανή του μυαλού του μπήκε σε λειτουργία και φώναξε:

-«Α……, καλησπέρα αγόρι μου, τι κάνεις;» Το γεγονός ότι ποτέ δεν θυμόταν το όνομά μου  μάλλον με χαροποιούσε παρά με εκνεύριζε.
-«Καλησπέρα, καλά είμαι, εσείς;» Μουρμούρισα ηττημένος.

Αυτή την τυπική κουβέντα από μέρους μου εκείνος μάλλον την εξέλαβε σαν εκδήλωση φλογερού ενδιαφέροντος για το πώς πέρασε την μέρα του, και βρέθηκα τα επόμενα είκοσι λεπτά να ακούω του κόσμου τις ασυναρτησίες για διάφορα συναρπαστικά που έγιναν από το πρωί, όπως ότι ψώνισε γιαουρτάκια και ράντισε κάτι μολόχες στην πλατεία. Αυτό το τελευταίο δεν το πολυκατάλαβα, αλλά δεν έκανα το λάθος να ζητήσω διευκρινήσεις.

Το αποτέλεσμα ήταν να βγω στο δρόμο με το μυαλό κουρκουτιασμένο, και δεν παρατήρησα καθώς περπατούσα χαζεύοντας τις βιτρίνες ότι αν και τέλη Αυγούστου, με θερμοκρασία όλη την ημέρα 40 βαθμούς υπό συκιάν και 50 υπό μουσμουλιάν, είχε αρχίσει να δημιουργείται μία ψυχρότητα και δεν ήταν εκ του fujitsou. Μερικά στενά και ένα παγωτό αργότερα είχα ήδη ξεχάσει τον μπάρμπα που μου τηγάνισε το μυαλό, όταν μία χοντρή σταγόνα προσγειώθηκε στο μάγουλό μου κάνοντάς με να νομίσω ότι κάποιος με είχε φτύσει. Το ενδεχόμενο ότι επρόκειτο να βρέξει ήταν η αμέσως επόμενη υπόθεση που έκανα, σηκώνοντας το κεφάλι μου απορημένος. Καθώς έχασκα, μία αστραπή φώτισε ένα καρδαμωμένο σύννεφο που είχε στρογγυλοκαθίσει ακριβώς από πάνω μου, και στη λάμψη της μου φάνηκε ότι είδα γραμμένη πάνω του την φράση «Την έβαψες φιλαράκι». Σχεδόν αμέσως δέχτηκα ένα καλό ράντισμα στο πρόσωπο, και την επόμενη ακριβώς στιγμή οι  κρουνοί του ουρανού άνοιξαν και βρέθηκα να στέκομαι στη μέση ακριβώς της πλατείας Αγίας Σοφίας εν μέσω κατακλυσμού. Άρχισα να τρέχω, αλλά μέχρι να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο είχα γίνει τόσο μουσκίδι που αισθανόμουν ότι έβγαλα βράγχια και εγκατέλειψα την προσπάθεια να προφυλαχτώ. Περπατούσα με ρυθμό λυσσασμένης χελώνας με το νερό να τρέχει στο πρόσωπό μου σαν καταρράκτης ενώ ο κόσμος γύρω μου πάσχιζε να αποφύγει το αναγκαστικό ντους. Κάποια στιγμή έφτασα έξω από ένα ίντερνετ καφέ, και αποφάσισα πως έφτανε τόσο ξέπλυμα για σήμερα. Πίσω από τον πάγκο καθόταν μία κοπέλα που μασουλούσε ένα σάντουιτς.

-«Καλημέρα, θέλω έναν υπολογιστή και ένα σεσουάρ», της είπα και εκείνη μου έδειξε που
να καθίσω.

Με το που άγγιξα το ποντίκι, τα πάντα σκοτείνιασαν και προς στιγμήν νόμισα ότι έπαθα μπλάκ άουτ, μερικές στιγμές αργότερα όμως κατάλαβα ότι το μπλάκ άουτ το είχε πάθει ολόκληρη η πόλη. Ένας τύπος που ακουγόταν ότι κάθεται δίπλα μου, έβγαλε το πόρισμα αμέσως:

-«Ψυχραιμία, κανένα βραχυκύκλωμα θα έγινε».
-«Μάλλον στο κεφάλι σου έγινε το βραχυκύκλωμα»,πετάχτηκε ένας άλλος. «Δεν βλέπεις ότι έξω είναι πίσσα σκοτάδι?»


Μερικά σκουξίματα που εναλλάσσονταν με κοφτά βρισίδια, και βαριές ανάσες σε συνδυασμό με τριγμούς από καρέκλες που σέρνονταν μου έδωσαν να καταλάβω ότι η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να μυρίζει μπαρούτι. Σηκώθηκα να φύγω από το συνέδριο των ηλιθίων, και έπεσα πάνω σε κάποιον, που με τη σειρά του έπεσε πάνω σε κάτι το οποίο έσπασε μάλλον, γιατί ακούστηκε ένα πάφ και μερικά ακόμα βρισίδια. Άρχισα να κινούμαι πιο βιαστικά για να αποφύγω την οξεία πορτοφολίτιδα σε περίπτωση που μου καταλογιζόταν το φταίξιμο, και μετά από μερικά χουφτώματα και ελάχιστα ξενυχιάσματα, ήμουν και πάλι στο δρόμο την στιγμή ακριβώς που επανερχόταν το ρεύμα.  Η βροχή είχε σταματήσει και ο αέρας μύριζε υγρό χώμα. Αυτή η μυρωδιά κατά έναν περίεργο τρόπο μου άνοιξε την όρεξη, και σε λίγο βρισκόμουν έξω από ένα σαντουιτσάδικο. Παρήγγειλα ένα πιτόγυρο και μετά ακόμα ένα για να σκεπάσει το πρώτο γιατί κρύωνε, και σηκώθηκα να πληρώσω. Τα εννιά ευρώ μου φάνηκαν υπερβολικά και ενοχλημένος είπα στον χοντρό στο ταμείο:

- «Μα καλά, τι έφαγα, κανέναν πολυέλαιο;»

Η αδράνειά μέχρι και των βλεφάρων του στο άκουσμα του παραπόνου μου με άφησε Μπεζεντάκου, και αποφάσισα πως δεν είχα άλλη επιλογή από το να τον βρίσω από μέσα μου και να φύγω. Δεν είχα προλάβει να περπατήσω δύο τετράγωνα, και εκεί που νόμιζα ότι τα είχα δει όλα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η θεία μου η Ευτέρπη, που με είχε φιλοξενήσει μέχρι να βρω διαμέρισμα.

-«Ναι;»
-«Άααχ, αγόρι μου, μεγάλο κακό θα συμβεί στην οικουμένη!» Κλαψούρισε.
-«Τι λες ρε θεία, γιατί;» Απάντησα προσπαθώντας να μαντέψω από πού μπορεί να είχε βγάλει αυτό το συμπέρασμα.
- «Δεν είναι φυσιολογικό αυτό, κάτι δεν πάει καλά. Άχ, τι κακό μας βρήκε!» Επέμεινε εκείνη.
-«Ποιο ρε θεία δεν είναι φυσιολογικό;»
-«Τι ποιο καλέ; Δεν βλέπεις έξω; Δέκα πάει η ώρα και ακόμα να ξημερώσει!»
-«Θεία, πάς καλά; Τι να ξημερώσει, δέκα η ώρα το βράδυ είναι, όχι το πρωί!»
-«Άχχχχχ…..αγόρι μου με συγχωρείς, έπεσα να τον πάρω κατά τις πέντε, ξύπνησα και νόμιζα πως είναι πρωί, και είδα που δεν ξημέρωνε είπα πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου και…»
-«Καλά, και εσύ από όλα τα πιθανά ενδεχόμενα αυτό θεώρησες πιο λογικό, την Δευτέρα Παρουσία; Θεία, άντε να βρεις κάνα γαμπρό εκεί στο ΚΑΠΗ, διότι δεν παλεύεται η κατάσταση.»

Την καληνύχτισα όσο πιο ευγενικά μπορούσα δεδομένου του εκνευρισμού μου και έκλεισα. Αφού ήρθε και η Δευτέρα παρουσία, σκέφτηκα, μάλλον είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι γιατί ποιος ξέρει τι άλλο θα συμβεί.

Και νόμιζα πως εγώ ξύπνησα περίεργα σήμερα…

http://theflyingdutchmanblog.blogspot.gr/search/label/Be%20Entertained

Δεν υπάρχουν σχόλια :